- πυθοίμην
- πῡθοίμην , πύθωcause to rotpres opt pass 1st sgπυνθάνομαιlearnaor opt mid 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενοπή — ἐνοπή, η (Α) 1. φωνή, βοή, κραυγή, θρήνος («Τρῶες μὲν κλαγγῇ τ ἐνοπῇ τ ἴσαν ὄρνιθες ὥς», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδ.) πολεμική κραυγή, βοή 3. γεν. φωνή («εἴ πως... βροτῶν ἐνοπήν τε πυθοίμην» μήπως άκουγα φωνή ανθρώπων, Ομ. Οδ.) 4. (για πράγμ.) ήχος, κρότος … Dictionary of Greek